POEME ROMÂNESTI ÎN LIMBI STRĂINE 
 



Cassian Maria SPIRIDON

Ποιός θα ανάψει


συγχορεμένος είναι ο γονιός/ ίσως πολύ αργά
που άφησε τον γιό του
τον παράτησε τότε που
η παιδικότητα δεν καταλαβαίνει
ενόησα αργά ότι είμαι παρίας
ένας/ στους τόσους/ χωρίς πατέρα
γεννημένος από τα άνθη της αγάπης
της σπάνιας αγάπης

στο φθυνόπωρο της ζωής
ωθούμενος από τη γυναίκα
- μόνον αυτή είχε προαισθανθεί
τον Μελανόν Ωκεανό που με βαραίνει –
άναψα φρόνημα/ στον χώρο αφιερομένο
στους νεκρούς/ κοντά στο βήμα/ το κερί

και λησμόνισα την πράξη σου
αλλά η ψυχή/ θα παραμείνει
ένα μαύρο αστέρι/ που και το φως το απορρωφά

εσύ είσαι ήσυχος/ στους ουρανούς σου
ο παρατημένος γιός σε κατάλαβε και σε συγχόρεσε
αλλά ποιός θα μερέψει μέσα μου
την ακατανόητη έχθρα της σκέψης
όταν γονατίζω σεμνά μπροστά στίς εικόνες
κι ο άγγελος δε θέλει
να με μονοιάσει/ με τον εαυτό μου

πατέρα/ για μένα/
ποιός θα ανάψει κεριά ;!


Το φύλλο των παλαμών


Η ζωή μου έχει διαληθεί στα οινοπνεύματα
δε θέλω να υπάρχω πιά/

ω ! σείς οστά λευκά και στήθη από άψέντι
ποιόν/ ξεχνά ο έρωτας
    κάτω απ’τις ανθησμένες βερικοκιές
και του κόβει τα φτερά

όσον καιρό δεν έχουνε στερέψει
οι αθόρυβες πηγές/ οι πεντακάθαρες
κι ανάμεσα στα στήθη ξεκουράζω
έναν εγκέφαλο άρρωστο
παραγιομισμένο με τα ύδατα της λησμονιάς
εσύ βάλε το φύλλο των παλαμών
        στο μέτοπό μου

οι πλάτες με πονούν/ από τα χίλια βάρη
από τη βροχή που πέφτει και δε μας αγαπάει πιά
από τους γκρίζους ανέμους
    που χτυπάν στη θύρα της καρδιάς
μ’ένα τρύπιο χέρι

είμαι κουρασμένος/ ο εγκέφαλός μου είναι γυάλινος
μέσ’απ’αυτόν μπαίνει
        /εξαντλημένη/
            η νύχτα



Στο χείλος του πηγαδιού

ξεκινώντας το ταξίδι/ ένα πρωί γεμάτο/ ομίχλη
ζωσμένος απ’την ψύχρα της αρχής
το βήμα σου είναι δειλό/ αργό ακόμα
αλλά όχι δυσταχτικό/
σύ χτίζεις
μαζί με το δρόμο γνωρίζεις τη ζωή σου

η ψυχή/ περιπλανόμενη στη μαύρη γη
όπως η Ευριδίκη/
δεν ξέρει ακόμη αν θέλει να ενσαρκωθεί
να πάρει το ανθρώπινο μολυβένιο ντύμα 

με το στήθος διαπερασμένο από το θεικό φως/
δε θέλεις να γνωρίσεις το μέλλον/
πάντα σκοτεινό/ πάντα θυελλώδες/
χτυπά την πόρτα/ θυρορός ασυγκίνητος
ο συλλέκτης των γλυκών/ των πικρών στιγμών

ουράνιοι/ γιατί με αφίνετε/
στο χείλος του πηγαδιού/
με το χέρι κρεμασμένο στη δύψα/ την εσωτερική/
διόλου δροσιστική

το εκκρεμές της καρδιάς χτυπάει/
τους πέτρινους τείχους του πηγαδιού
κάτω από το κυκλικό φώς/ ξένο
που ανοίγει το μάτι του
εκεί/ στα βάθη/ φλοισβίζοντας
[όπως σε ακροθαλασσιά/ το σούρουπο/
όταν το ήσυχο κύμα/ αντικαθιστά
τίς θύελλες/ πάντοτε ανελέητες]

εδώ μένετε/ σείς οι υψηλοί
σαν τα σοφά αγάλματα του ναού
περιβάλλοντας έναν χώρο/ του πόνου



Τίποτα δεν ταράζει όπως η ζωή

όταν φτάνει το τέλος/ αναρωτιέσαι
άραγε πως να δείχνει ;
καταλαβαίνεις/
πλάκωσε όλεθρος
οι αναμνήσεις είναι νεκρές
όπως η άμμο ενός εσωτερικού Ωκεανού
όπου δάκρυα/ το ένα πίσω από τ’άλλο/
    κατρακυλάνε
είναι ένας πόνος τυφλός/ που σπαράζει
είναι η Σελίνη/ ένα πελόριο μπρούντζινο ταψί
ακούγεται πως πέφτει πάνω του
ψυχή πίσω από άλλη ψυχή
σα μιά βροχή

και συ/ μόλις τώρα αρχίζεις να μ’αγαπάς
όταν όλα είναι χαμένα
τώρα συ με ψάχνεις
στις πράξεις και στα γεγονότα σωριασμένα
απο το ισχυρό νερό/ του χρόνου
ζούμε σ’ένα παρόν με νεκρές φτερούγες
οι πόλεις και τα βουνά είναι συντρίμια
τα χαράματα/ όπως πάντα
θα λάμψει το ίδιο αστέρι
αδιάφορο προς την ευτυχιά και τη λύπη
που μαστίζει τον πλανήτη
τι απλή φαίνεται η ζωή δίχως δράματα
σα μιά θάλασσα/ που η τρικυμία δεν την αγγίζει
και το άλας/ ήσυχα/ συσσωρέυεται στα βάθη

τίποτα δεν ταράζει όπως η ζωή


 ( Din volumul  Nimic nu tulbură ca viata,
            Editura Dacia, Cluj-Napoca, 2004)

Traduceri din limba română de Nikos BLITHIKIOTIS


Home